- πυριδοξίνη
- η, Ν(βιοχ.) διαλκοόλη που προέρχεται από την πυριδίνη και αποτελεί τη φαρμακευτική μορφή, βιταμίνη Β6, τού ζεύγους πυριδοξάλη - πυριδοξαμίνη στις οποίες μετατρέπεται βιολογικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridoxine < pyrid- (< pyridine, βλ. πυριδίνη) + ox- (< oxygen [βλ. οξυγόνο])].
Dictionary of Greek. 2013.