πυριδοξίνη

πυριδοξίνη
η, Ν
(βιοχ.) διαλκοόλη που προέρχεται από την πυριδίνη και αποτελεί τη φαρμακευτική μορφή, βιταμίνη Β6, τού ζεύγους πυριδοξάλη - πυριδοξαμίνη στις οποίες μετατρέπεται βιολογικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyridoxine < pyrid- (< pyridine, βλ. πυριδίνη) + ox- (< oxygen [βλ. οξυγόνο])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Κουν, Ρίχαρντ — (Richard Kuhn, Βιέννη 1900 – Χαϊδελβέργη 1967). Γερμανός χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και, στη συνέχεια, στο Μόναχο με καθηγητή τον Βιλστέτερ. Το 1922 ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή σχετικά με την εξειδίκευση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”